ψυχονευρικός

ψυχονευρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο νευρικό σύστημα συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + νευρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”